Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία (Κικέρων)

Η μακραίωνη ιστορία της Ελλάδας εκτείνεται πέρα από τα γεωγραφικά όρια του σημερινού κράτους, σε μία μακριά περίοδο αιώνων προς το παρελθόν

Η παρουσίαση της ελληνικής ιστορίας αρχίζει με μια συνοπτική αναφορά στην εξέλιξη του πολιτισμού από την εποχή του λίθου, όπως προκύπτει μέσα από τα ευρήματα του ελληνικού γεωγραφικού χώρου.

Παλαιολιθική εποχή

Οι αρχαιότερες αρχαιολογικές μαρτυρίες ανάγουν την πρώτη κατοίκηση στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο στην παλαιολιθική περίοδο, που συμβατικά αρχίζει περίπου το 40.000 π.Χ. και συνεχίζεται μέχρι το 10.000 π.Χ., οπότε ξεκινά η επιπαλαιολιθική ή μεσολιθική περίοδος για τον ελληνικό χώρο.

Η μεγάλη σε χρονική διάρκεια παλαιολιθική εποχή καλύπτει τη γεωλογική περίοδο του Πλειστοκαίνου. Η ταραγμένη αυτή γεωλογική περίοδος συνοδεύτηκε από μεγάλες κλιματικές και οικολογικές μεταβολές, όπως εναλλαγή μεταξύ εποχών των παγετώνων και θερμών ή υγρών ενδιάμεσων σταδίων, αλλαγές στη στάθμη της θάλασσας, στη χλωρίδα και την πανίδα. Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο τον άνθρωπο και την πορεία του.

Από την 11η χιλιετηρίδα π.Χ. μαρτυρείται η στροφή του πληθυσμού προς το Αιγαίο για ψάρεμα και εκμετάλλευση του οψιανού της Μήλου, επιβεβαιώνοντας τους στενούς δεσμούς του με την θάλασσα ήδη από αυτήν την τόσο πρώιμη εποχή.

Σημαντικές παλαιολιθικές θέσεις θεωρούνται:

Σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής, που ανασκάφτηκε από τον ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό (1968-1981).

Σπήλαιο Ασπροχάλικο, κοντά στο χωριό Άγιος Γεώργιος Πρεβέζης, που ανασκάφτηκε από Άγγλους αρχαιολόγους (1962-1967, 1981).

Σπήλαιο Κλειδί, κοντά στο χωριό Κλειδωνιά Κονίτσης, που ανασκάφτηκε από Άγγλους αρχαιολόγους (1983-1986).

Κωρύκειο άντρο Παρνασσού, που ανασκάφτηκε από Γάλλους αρχαιολόγους (1970-1971).

Σπήλαιο Απήδημα στη Αρεόπολη της Μάνης.

Σπήλαιο Φράγχθι Αργολίδας, που ανασκάφτηκε από Αμερικανούς αρχαιολόγους (1967-1976).

Σπήλαιο Θεόπετρας Νομού Τρικάλων, που ανασκάφτηκε από την αρχαιολόγο δρ. Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα (1987-2008).

Νεολιθική εποχή

Κατά την νεολιθική περίοδο (περίπου 7.000 – 3.000 π.Χ.)  αναπτύσσεται στην Ελλάδα σημαντικός πολιτισμός, ενιαίος για ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, αλλά με τις επιδράσεις των τοπικών χαρακτηριστικών, που τον διαχωρίζουν από σύγχρονους γειτονικούς του πολιτισμούς. Την πρωτοβουλία στην εξέλιξη του πολιτισμού έχει αυτή την περίοδο η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλία(Σέσκλο, Διμήνι), όπου έχουν ανακαλυφθεί πλήθος οικισμών.

Σε αυτή την περίοδο καθιερώνεται ένας τρόπος ζωής βασισμένος στην καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία, που πρόκειται να διαρκέσει με ελάχιστη μεταβολή σε όλη την διάρκεια της κατοπινής εποχής του χαλκού και ακόμα αργότερα.

Η διάδοση στον ελληνικό χώρο της λεγόμενης νεολιθικής επανάστασης, με κύρια χαρακτηριστικά την καλλιέργεια της γης και την μόνιμη εγκατάσταση σε οικισμούς, εικάζεται ότι προήλθε από μετακινήσεις νεολιθικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία.

Παράλληλα με τις από ανατολικά μετακινήσεις είναι πιθανό να κινήθηκαν προς τον ελληνικό χώρο, ιδιαίτερα προς το τέλος της νεολιθικής εποχής, κάτοικοι και από βόρειες κατευθύνσεις.

Αυτή την περίοδο μπαίνουν σταδιακά οι βάσεις πάνω στις οποίες θα αναπτυχθούν οι κατοπινοί μεγάλοι πολιτισμοί του ελληνικού χώρου.

Η εποχή του χαλκού

Με την επικράτηση του χαλκού σαν βασικό υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων αρχίζει η λεγόμενη εποχή του χαλκού (περίπου 2600 π.Χ. – 1100 π.Χ.).

Χτίζονται νέοι οικισμοί και εγκαταλείπονται παλαιότεροι, σε όλο τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο.

Από τις 929 θέσεις της πρώιμης εποχής του χαλκού που έχουν εντοπιστεί, 9 βρίσκονται στην Ήπειρο, 85 στην Μακεδονία, 18 στην Θράκη, 57 στην Θεσσαλία, 206 στην Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, 172 στην Πελοπόννησο, 17 στα νησιά του Ιονίου, 229 στα νησιά του Αιγαίου και 136 στην Κρήτη.

Από αυτή την περίοδο, το προβάδισμα στην εξέλιξη του πολιτισμού έχουν η νότια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη.

Το βάρος των εξελίξεων μετατοπίζεται λόγω της εξοικείωσης του νότιου πληθυσμού με τη θάλασσα και τη ναυτιλία,  μέσω της οποίας εισάγεται στην Ελλάδα ο χαλκός.

Αυτή η αναζήτηση πρώτων υλών, βοήθησε τους νησιώτες να ξεφύγουν από τα στενά όρια του Αιγαίου και να έλθουν σε επαφή με άλλους λαούς και πολιτισμούς και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη του πρώτου μεγάλου πολιτισμού του ελληνικού χώρου του αιγαιακού.

Ο πολιτισμός αυτός, που είναι κατά βάση ναυτικός, έχει χαλαρό ενιαίο χαρακτήρα αλλά και ισχυρά τοπικά χαρακτηριστικά και διακρίνεται κατά περιοχή, σε επιμέρους πολιτισμούς.

Κατά την πρώιμη περίοδο του χαλκού, μεγάλη πολιτιστική ανάπτυξη γνωρίζουν τα νησιά του βορείου Αιγαίου, με γνωστούς οικισμούς στην Πολιόχνη (Λήμνος), Θερμή (Λέσβος), Εμποριό (Χίος) και ίσως ανήκουν στο ίδιο πολιτιστικό σύνολο με την γειτονική Τροία (ΒΑ παράλια Μικράς Ασίας).

Κυκλαδικός πολιτισμός

Η ενασχόληση με την ναυτιλία και το εμπόριο του ορυκτού πλούτου των νησιών (οψιανός στη Μήλο, σμύριδα στη Νάξο, χαλκός, μόλυβδος και άργυρος στη Σίφνο, ελαφρόπετρα στην Σαντορίνη και μάρμαρο σε όλα τα νησιά) βοήθησαν να αναπτυχθεί ιδιαίτερος πολιτισμός με τοπικά χαρακτηριστικά, που έφτασε στην ακμή του κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού (περίπου 2600 – 2300 π.Χ.).

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του κυκλαδικού πολιτισμού, είναι τα μαρμάρινα (κυκλαδικά) ειδώλια.

Μινωικός πολιτισμός

Ο μινωικός πολιτιστιμός πήρε το όνομά του από το μυθικό βασιλιά Μίνωα. ΄

Με το ξεκίνημα της πρώιμης εποχής του χαλκού (περίπου 3100/3000 π.Χ.) μια σειρά υπαίθριων οικισμών προστίθενται στους δύο γνωστούς μεγάλους υπαίθριους οικισμούς την Κνωσσό και την Φαιστό.

Η χρήση του χαλκού δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη αντίθετα με την προχωρημένη εγχώρια κεραμική.

Σταδιακά και από το 2600 π.Χ. και μετά, γίνεται μεγαλύτερη χρήση του χαλκού και εμφανίζονται στη μινωική Κρήτη οργανωμένες ανακτορικές κοινωνίες και ως συνακόλουθο τα πρώτα συστήματα γραφής.

Οι Μινωίτες, με κέντρο το ανάκτορο της Κνωσού, δημιουργούν δίκτυο επαφών με λαούς της Ανατολικής Μεσογείου, υιοθετούν στοιχεία και επηρεάζουν με τη σειρά τους αποφασιστικά τους πολιτισμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου.

Τα ανάκτορα έγιναν εστιακά σημεία εγκατάστασης και η αύξηση των εγκαταστάσεων στην Κνωσό μέχρι τη νεοανακτορική περίοδο εκτιμάται σε 75 εκτάρια (185 στρέμματα), γεγονός που υποδεικνύει πληθυσμό ίσως και 12.000 ατόμων. Τα εδάφη που ελέγχονταν από την Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια πιθανώς κάλυπταν έκταση πάνω από 1.000 τετρ. χλμ.

Ελλαδικός πολιτισμός

Στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη συνεχίζουν να κατοικούνται οι θέσεις της νεολιθικής εποχής, τα οικήματα κτίζονται σε πυκνή διάταξη και οι οικισμοί είναι οχυρωμένοι. Στην κεντρική και νότια Ελλάδα οι περισσότερες παλιές θέσεις εγκαταλείπονται ενώ ιδρύονται πολλές νέες.

Ο πολιτισμός που αναπτύσσεται έχει ενιαία χαρακτηριστικά, που είναι συνέχεια του πολιτισμού της νεότερης νεολιθικής εποχής, όπως βεβαιώνεται σε αρκετές θέσεις που έχουν ανασκαφεί (Αττική, Βοιωτία, Κορινθία, Αργολίδα). Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του πολιτισμού της πρώιμης εποχής του χαλκού εξαπλώνονται σταδιακά σε όλη την Ελλάδα (Φωκίδα, Λοκρίδα, Λευκάδα) και επιβεβαιώνονται επαφές και με την Κρήτη.

Μυκηναϊκός Πολιτισμός

Είναι ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα από τους Μυκηναίους. Την ονομασία του επινόησαν οι αρχαιολόγοι από το σημαντικότερο κέντρο της εποχής, τις Μυκήνες. Την αρχή του μυκηναϊκού πολιτισμού σημαδεύουν οι πλούσιοι βασιλικοί τάφοι που ανέσκαψε στην ακρόπολη των Μυκηνών ο Ερρίκος Σλήμαν.

Τα ανάκτορα, χτισμένα συνήθως στην κορυφή οχυρωμένων ακροπόλεων, ήταν τα πολυδύναμα διοικητικά κέντρα των διαφόρων επικρατειών στις οποίες είχε χωριστεί η μυκηναϊκή Ελλάδα. Το κέντρο πάντως φαίνεται ότι ήταν η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα η Αργολίδα.

Τη στέρεη οικονομική βάση των Μυκηναίων αποτελούσαν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Παράλληλα από πολύ νωρίς, και με ρυθμιστικό παράγοντα τα ανάκτορα, αναπτύχθηκαν διάφοροι βιοτεχνικοί κλάδοι.

Ακολουθούν οι λεγόμενοι Σκοτεινοί Χρόνοι (1150 – 900 π.Χ.), δύο αιώνες οικονομικής και πολιτιστικής δυσπραγίας, για να αρχίσει και πάλι η ελληνική αναγέννηση με τη Γεωμετρική περίοδο. Τώρα μορφοποιούνται οι ελληνικές πόλεις – κράτη, δημιουργείται το ελληνικό, ενώ η εποχή αυτή σηματοδοτείται και από τη σύνθεση των ομηρικών επών (τέλος 8ου αι. π.Χ.).

Η περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας από περίπου το 750 π.Χ. έως το 480 π.Χ. ονομάζεται αρχαϊκή εποχή που χαρακτηριστική για τη δημιουργία της επικής και λυρικής ποίησης, όπως και πεζών κειμένων.

Ακολουθούν οι κλασσικοί χρόνοι (5ος – 4ος αι. π.Χ.), που σφραγίζονται από την πνευματική και πολιτική κυριαρχία της Αθήνας, ώστε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. να αναφέρεται ως ο «Χρυσός Αιώνας» του Περικλή. Με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 404 π.Χ., η Αθήνα χάνει την ηγεμονική της θέση.

Τον 4ο αι. π.Χ οι Μακεδόνες αρχίζουν να έχουν ηγετικό ρόλο στον ελληνικό χώρο, με τον Φίλιππο τον Β΄ και τον γιο του Αλέξανδρο.

Η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ανατολή και η κατάκτηση εδαφών μέχρι τον Ινδό ποταμό αλλάζει τα δεδομένα του τότε γνωστού κόσμου. Με το θάνατό του, τα εδάφη της αχανούς αυτοκρατορίας μοιράζονται μεταξύ των στρατηγών του και δημιουργούνται τα βασίλεια που θα κυριαρχήσουν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (3ος – 1ος αι. π.Χ.).

Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1ος αι. π.Χ. – 3ος αι. μ.Χ.) οι ελληνικές πόλεις διατηρούν σχετική αυτονομία, αλλά δεν διαθέτουν την παλιά τους δύναμη και αίγλη. Η εμφάνιση των Ρωμαίων και η οριστική κατάκτηση του ελληνικού χώρου το 146 π.Χ., μετέτρεψε την Ελλάδα σε τμήμα της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η απόφαση του Μ. Κωνσταντίνου να μεταφέρει στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας την πρωτεύουσα, που ονομάζει Κωνσταντινούπολη, σηματοδοτεί την έναρξη των βυζαντινών χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ελλάδα αποτελεί περιοχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εγκαινιάζει τη νέα πόλη στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ, διακρίνει την πολιτική από την στρατιωτική εξουσία, κόβει σταθερό χρυσό νόμισμα (solidus) και ενισχύει τον Χριστιανισμό.

Οθωμανική Αυτοκρατορία

Κατά τη χρονική περίοδο της «Τουρκοκρατίας», ο χώρος της σημερινής Ελλάδας και γενικά πολλές περιοχές κατοικούμενες, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από Έλληνες βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Τουρκοκρατία αρχίζει με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 , αν και η διείσδυση των Οθωμανών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, Μικρά Ασία και Νότια Βαλκανική, ξεκινάει από παλαιότερα. Η Κρήτη ήταν το τελευταίο τμήμα του ελληνικού χώρου που κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, το 1669.

Η Ελλάδα ξεκίνησε τον αγώνα για την ανεξαρτησία από τους Τούρκους με την Επανάσταση του 1821, ύστερα από τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας.

Αναρίθμητα μνημεία, βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησιές, μοναστήρια, βυζαντινά και φραγκικά κάστρα, οθωμανικά κτήρια και παραδοσιακοί οικισμοί σώζονται μέχρι σήμερα και φέρουν «το βάρος» της βυζαντινής και οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ιστορία της νεότερης Ελλάδας

Η Ιστορία της νεότερης Ελλάδας αρχίζει ουσιαστικά από το 1821 και την ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους το 1828 με κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια, καλύπτοντας την Πελοπόννησο και μέρος της Στερεάς Ελλάδας.

Από το 1832 μέχρι το 1974 το Ελληνικό κράτος ήταν βασίλειο (με διαστήματα χωρίς βασιλεία) και από το 1974, η σύγχρονη Ελλάδα απέκτησε το πολίτευμα της Δημοκρατίας, οδηγώντας έτσι στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.

 Το 1881 στην Ελληνική επικράτεια προστέθηκε η Θεσσαλία (εκτός από την περιοχή της Ελασσόνας) και η επαρχία της Άρτας, το 1913, με τη συνθήκη του Λονδίνου, η Μακεδονία και η Κρήτη, το 1920 η Ανατολική Θράκη και η περιοχή της Σμύρνης που επέστρεψαν στην Τουρκική κυριαρχία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στην Ελλάδα προστέθηκε το 1920 η Θράκη, ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1947, παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα, οπότε το ελληνικό κράτος έλαβε τη σημερινή του εδαφική μορφή.

Το 1974, μετά από μια επταετή Δικτατορία, η Ελλάδα ανακηρύχθηκε με δημοψήφισμα από βασιλευόμενη σε προεδρευόμενη Δημοκρατία, ενώ από το 1981 αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το 2001, γίνεται μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και το 2002 υιοθετεί το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, το Ευρώ.

Το 2004, διοργανώνονται στην Αθήνα οι 28οι Ολυμπιακοί Αγώνες.